top of page

Τουρκία 2014 (μέρος 1)

Writer: Constantinos KoushiappisConstantinos Koushiappis

Εισαγωγή.

Αποφασίσαμε να πάμε ένα ταξιδάκι με τον αδελφικό μου φίλο Βαλεντίνο. Το αρχικό σχέδιο ήταν να πάμε για ένα γύρο της Ελλάδας αφού είναι και το πρώτο μας ταξίδι εκτός Κύπρου με μοτοσυκλέτες και θέλαμε να επισκεφτούμε μια χώρα όπου θα είμασταν και οι δύο άνετοι με συνεννόηση και κουλτούρα.

Αρχικά τη Τουρκία θα την περνούσαμε στα γρήγορα απλά γιατί ήταν πιο ανέξοδο από το να στείλουμε τις μοτοσυκλέτες με το καράβι στην Ελλάδα. Ένα λάθος που έγινε στο Τελωνείο της Τουρκίας μας οδήγησε να κάνουμε ένα πολύ ωραίο ταξίδι μέσα σε αυτή τη χώρα που για πολλούς Κύπριους και Έλληνες είναι ταμπού. Αρχίσαμε σιγά σιγά τις προετοιμασίες και τα σερφαρίσματα στο ίντερνετ για δρομολόγια, σημεία ενδιαφέροντος, κάμπινγκ, αλλά και για διάφορα συμπράγκαλα που μας έλειπαν για τις κατασκηνώσεις που θα κάναμε.

Ημερολόγιο ταξιδιού

Η μεγάλη μέρα έχει ήδη φτάσει και το ταξίδι θα αρχίσει με την ανατολή του ήλιου χωρίς όμως βιασύνη γιατί το καράβι φεύγει στις12 το βράδυ.

Ετοιμάζω τα πράγματα μου και τα βάζω με σειρά για να μην ξεχάσω τίποτα.

Ήδη ο Βάλε έχει περάσει από την προηγούμενη μέρα και έχει φέρει και αυτός τα δικά του πράγματα στο σπίτι μου. Γίνεται 6 το πρωί και ακόμα να κοιμηθώ. Αποφασίζω να την πέσω στα γρήγορα για να ξεκουραστώ και τα υπόλοιπα τα βλέπω αργότερα με τον Βάλε.

Μετά από λίγες ώρες ύπνο, καφεδάκι και φόρτωμα. Πρέπει το φόρτωμα να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εργονομικό. Κανένας από τους δύο μας δεν έχει πλαϊνές βαλίτσες έτσι δεν είναι και πολλές οι επιλογές. Βάζω όλα τα ηλεκτρονικά στην πίσω μπαγκαζιέρα που είναι αδιάβροχη μαζί με άλλα πράγματα που θέλουν ρεύμα και φορτώνω μια τσάντα στη σέλα που δεν έχει ίχνος αδιαβροχοποίησης και φυσικά είναι και λίγο σκισμένη για να μην με πιάνει το μάτι.

Βάζω τα ρούχα σε σακούλες μπας και γλιτώσει τίποτα άμα βρέξει και τα βάζω στη τσάντα μαζί με τον εξοπλισμό του κάμπινγκ.

Μπροστά στο ντεπόζιτο αφήνω τα χαρτιά που θα χρειαστώ, το ημερολόγιο μου, δύο στυλό, τρεις αναπτήρες, τσιγάρα και φυσικά την φωτογραφική μου μηχανή μαζί με δύο φακούς.

Τραβάμε τις απαραίτητες φωτογραφίες και σιγά σιγά ανεβάζουμε τις μηχανές στο δρόμο. Έχει ήδη πάει δύο το μεσημέρι. Τρώμε κάτι στα γρήγορα και ξεκινάμε σιγά σιγά για Λευκωσία.

Κάναμε ασφάλειες για κατεχόμενα με 20 Ευρώ και φύγαμε.

Σε 10 λεπτάκια όλη η γραφειοκρατία στο οδόφραγμα είχε τελειώσει και αυτό μας αφήνει με πολλές ώρες στη διάθεση μας μέχρι τις 10 το βράδυ που έπρεπε να είμαστε στο λιμάνι.

Πήγαμε στο παλιό λιμανάκι της Κερύνειας για ένα καφεδάκι με θέα. Καθίσαμε σε ένα μικρό μαγαζάκι δίπλα στο κάστρο, και με υπερυψωμένη θέα απολαύσαμε το καφεδάκι μας που μας κόστισε 1 ευρώ έκαστος.

Η ώρα πήγε περίπου επτά και ο ήλιος άρχισε να δύει. Ανεβήκαμε στις μηχανές και φύγαμε για το λιμάνι.

Φτάσαμε αρκετά νωρίς και αφού ήμασταν ενημερωμένοι για τον τρόπο λειτουργίας των Τούρκων αρχίσαμε σιγά σιγά τις διαδικασίες.

Καθώς καθόμασταν στο λιμάνι με καφεδάκι χειροποίητο, έρχεται ένα παλικάρι με μια μαύρη Kawasaki. Ο Βίκτωρ ήταν Γάλλος και είχε επισκεφτεί 12 χώρες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είχαμε πολλά να πούμε και έτσι η ώρα πέρασε γρήγορα.

Βγαίνει ανακοίνωση για επιβίβαση και ξεκινάμε να πάμε τις μηχανές στο καράβι. Σε 30 λεπτά είχαν όλα τελειώσει. Έλεγχος εισιτηρίων και κίτρινου χαρτιού, Αστυνομικός έλεγχος και σφραγίδες στο πάσο με επιπλέον χρέωση 6ΤΛ (2Ευρώ).

Φυσικά το καράβι ποτέ δεν φεύγει στη ώρα του, πρέπει πρώτα να φορτωθεί μέχρι σκασμού με φορτηγά. Ξεκίνησε με 2 ωρίτσες καθυστέρηση αλλά δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί έτσι και αλλιώς το τελωνείο απέναντι ανοίγει στις 8:00 το πρωί.

Την επόμενη μέρα ξύπνημα κοντά στις 7:00 το πρωί και κατευθείαν στο κατάστρωμα για καφεδάκι. Το Τάσουτσου ήταν μπροστά μας και θα φτάναμε όπου να 'ναι.

Ήπιαμε τον καφέ μας ήρεμα με την πρωινή ψύχρα και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για αποβίβαση.

Στο λιμάνι του Τάσουτσου μας περίμενε μια ταλαιπωρία η οποία θα μας καθυστερούσε για 4 ώρες και εκ των υστέρων θα ανακαλύπταμε ένα τρομερό λάθος που έγινε κατά την εγγραφή της μοτοσυκλέτας μου. Το λάθος έγινε όταν οι πινακίδες της δικιάς μου μοτοσυκλέτας γράφτηκαν πάνω στην προηγούμενη καρτέλα η οποία ήταν για ένα Audi αυτοκίνητο του 1998.

Στο χαρτί που μου έδωσαν είχε απλά μια σφραγίδα με τις πινακίδες μου και τον τύπο του οχήματος, το οποίο έλεγε μοτοσυκλέτα, στο σύστημα όμως είχαν καταχωρίσει άλλα.

Χωρίς να έχω ιδέα για το τι έγινε και αφού μου φάνηκαν όλα εντάξει, καβαλήσαμε τις μηχανές και φύγαμε στις 12 το μεσημέρι από το λιμάνι.

Πήραμε τον D400 προς Αττάλεια. Είναι ένας καινούργιος αυτοκινητόδρομος. Οι ταχύτητες ήταν 100-110 χλμ/ώρα, αλλά υπάρχουν πολλά κομμάτια που είναι ακόμα υπό κατασκευή. ‘Έπρεπε να πάρουμε τις παρακάμψεις στα κομμάτια όπου γίνονταν έργα, οι οποίες ήταν μεγάλες σε απόσταση και με μικρές ταχύτητες των 50-60 χλμ./ώρα, αφού ανεβαίναμε βουνό και είχαμε όλα αυτά τα φορτηγά που καθυστέρησαν στο λιμάνι μπροστά μας. Στροφιλίκι ατελείωτο σε στενούς δρόμους με φορτηγά και στις 2 πλευρές και μικρές αποστάσεις προσπεράσματος, και πάντα οι οδηγοί των φορτηγών να κρατάνε την δική μας λωρίδα.

Μας πήρε 5 ώρες να φτάσουμε Αλάνυα. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια μεγαλούτσικη στάση για καφεδάκι και εκμέκ για να ξεκουραστούμε και να ανοίξει λίγο το μάτι μας. Είχαμε διανύσει μόλις 260km με πολύ μικρές ταχύτητες και πολύ στροφιλίκι που σε συνδυασμό με την ταλαιπωρία στο λιμάνι μας είχε εξουθενώσει.

Είχαμε άλλα 140km μέχρι την Αττάλεια και μόνο 2 ώρες πριν τη δύση του ήλιου και δεν ξέραμε τι άλλο θα συναντήσουμε στο δρόμο.

Ευτυχώς ο δρόμος συνέχιζε με τον D400, οι ταχύτητες επανήλθαν στα 100χλμ/ώρα αλλά υπήρχαν πολλές διασταυρώσεις με φανάρια στις οποίες είχε καθυστέρηση και ήδη είχαμε καταλάβει ότι θα φτάναμε νύχτα στον προορισμό μας.

Φτάνοντας Αττάλεια είχε ήδη σουρουπώσει και ψάχναμε την πινακίδα με το όνομα “Kaleici”. To Kaleici είναι το κέντρο της πόλης της Αττάλειας. Θέλαμε να βρούμε ένα ξενοδοχείο κοντά για να βγούμε μια βόλτα για φαγητό και περίπατο στα δρομάκια. Σταματήσαμε και ρωτήσαμε ένα περαστικό ο οποίος μας κατατόπισε και βρήκαμε το “Ozhan Otel” ένα πολύ ωραίο και εξυπηρετικό ξενοδοχείο κοντά στο κέντρο με 70ΤΛ (περίπου 12 ευρώ το άτομο) για δίκλινο με πρόγευμα. Χωρίς πολλά πολλά, μπήκαμε μέσα και κατευθείαν για μπάνιο να ξεπλύνουμε την κούραση.

Κατεβήκαμε για φαγητό στην πλατεία της πόλης. Περπατήσαμε λίγο στα δρομάκια. Αποφασίσαμε να πάμε νωρίς για ύπνο για να σηκωθούμε πρωί να περπατήσουμε και να δούμε τη πόλη στο φως της ημέρας.

Πήραμε ένα πλούσιο πρωινό στο ξενοδοχείο και φύγαμε βιαστικά για τη βόλτα μας. Βρήκαμε ένα μαγαζάκι με καλό rate για συνάλλαγμα και προχωρήσαμε να γνωρίσουμε την Αττάλεια.

Μια πόλη που χτίστηκε από τον αδελφό του Ευμήνη, τον Άτταλο από το βασίλειο του Περγάμου, ο οποίος αφού κάθισε στο θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του θέλησε να εξασφαλίσει την σταθερότητα της περιοχής ελέγχοντας τις θαλάσσιες οδούς. Έτσι ίδρυσε την Αττάλεια το 158π.χ. στην οποία εγκαθίδρυσε μια ναυτική βάση.

Ξανά στον δρόμο και πάλι στον D400 προς Κεμέρ. Κάναμε μια παράκαμψη για στάση στο βουνό Χίμαιρα όπου το αξιοθαύμαστο είναι ότι μέσα από τις χαραμάδες του βουνού βγαίνουν φλόγες λόγω του μεθανίου που βρίσκεται από κάτω. Δεν είχαμε ώρα και δεν κάτσαμε πολύ. Για να πάμε μέχρι εκεί χρειάστηκε 20 λεπτά παράκαμψη και για να ανέβουμε πάνω περίπου 30 λεπτά περπάτημα σε ένα άθλιο μονοπάτι με άνισα σκαλοπάτια, άρα και άλλη τόση ώρα για να κατέβουμε. Ο χρόνος άρχισε να γίνεται πιεστικός, έτσι ανοίξαμε το χάρτη άλλη μια φορά με τον Βάλε και αποφασίσαμε να διαθέσουμε άλλη μια μέρα μέχρι να φτάσουμε Αλικαρνασσό ούτως ώστε να μπορούμε να κάνουμε στάσεις για να δούμε περισσότερα αξιοθέατα.

Ανεβήκαμε στις μηχανές και μετά από 20 λεπτά μέσα σε πράσινα δρομάκια με στροφές και δροσούλα ξαναμπήκαμε στον D400.

Περνώντας το Καλέ είδαμε την πινακίδα για το «Σπίτι της Μύρα». Είχαμε ήδη πάρει την απόφαση να καθυστερήσουμε μια μέρα παραπάνω άρα είχαμε άπλετο χρόνο να πάμε να το δούμε.

Φεύγοντας πήραμε τον δρόμο για Κας. Ο δρόμος προς το Κας είναι καταπληκτικός. Καινούργιος, με εξαιρετικό οδόστρωμα και λίγη κίνηση. Είναι δίπλα από την θάλασσα για πολλά χιλιόμετρα με μεγάλες και γρήγορες στροφές. Φυσικά βρήκαμε την ευκαιρία να παίξουμε με το γκάζι και τα κρατήματα των μηχανών μας.

Το Κας είναι ένα πλούσιο μέρος που ασχολείται με τουρισμό και θάλασσα. Υπάρχει ένα μεγάλο λιμάνι με κότερα και ιστιοφόρα και ένα πιο μικρό με ψαρόβαρκες. Χαρακτηριστικό είναι το νησάκι του Κας το οποίο συνδέεται με ένα δρόμο και φυσικά δεν χάσαμε την ευκαιρία να το γυρίσουμε με τις μηχανές.

Από το Κας μπορείς να διακρίνεις άνετα το Καστελόριζο και το νησί Ρω.

Εξ ου και οι ντόπιοι με τους Έλληνες ψαράδες από το Καστελόριζο έχουνε πολύ καλές σχέσεις.

Τελευταία μας στάση για την μέρα ήταν τα Πάταρα. Ένας αρχαίος Ελληνικός οικισμός που ιδρύθηκε από τον Πάταρο. Μπορείς να μπεις και με το όχημα σου μέσα και να οδηγήσεις ανάμεσα στα αρχαία. Η ιστορία της πόλης είναι μεγάλη.

Κατευθυνθήκαμε προς το Λετούν. Ο χάρτης το έδειχνε να είναι κοντά, για να φτάσουμε όμως έπρεπε να περάσουμε από διάφορα χωριουδάκια στα οποία εντύπωση έκανε η φτώχεια στην περιοχή. Γεωργία και κτηνοτροφία ήταν οι ασχολίες των ντόπιων. Τα σπίτια ήταν παράγκες και παντού έβλεπες πιτσιρίκια να τρέχουν ξυπόλητα. Τα αμάξια ήταν 30ετίας και όλα ξηλωμένα. Από όπου περνούσαμε δεχόμασταν τα βλέμματα των ντόπιων και τα νιώθαμε να μας ακολουθούν μέχρι να χαθούμε στην επόμενη στροφή. Καταλάβαμε ότι γενικά δεν περνούσε ξένος κόσμος από εκεί. Σε κάποια φάση πιστεύαμε ότι χαθήκαμε. Όταν βρήκαμε το Λετούν διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν κάτι αξιόλογο. Ένα περιφραγμένο κομμάτι γης 20 επί 10 με κάμποσες κολώνες απλωμένες στο έδαφος και ένα μικρό αμφιθέατρο έξω από την περίφραξη.

Πήραμε τον δρόμο προς Ολουντενίζ. Φτάσαμε αργά και μείναμε στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαμε το οποίο είχε και εστιατόριο. Σκέτη εκμετάλλευση!

Τα δωμάτια ακριβά και το φαγητό πανάκριβο. Πληρώσαμε 120ΤΛ (40Ευρώ) για τα δωμάτια και 40ΤΛ (14Ευρώ) ο κάθε ένας για μια ποικιλία η οποία ήτανε για γέλια και μια μπύρα. Την επόμενη μέρα θέλαμε να κάνουμε ένα τηλεφώνημα αφού τα δικά μας τηλέφωνα δεν είχαν σήμα και μας ζήτησε 10ΤΛ (3,5 Ευρώ). Φυσικά και δεν πληρώσαμε.


bottom of page